-
1 ὑπο-λογίζω
ὑπο-λογίζω, v. l. Arist. pol 7, 3,3, und einzeln bei Sp.; gew. med. ὑπολογίζομαι, mit in Rechnung bringen, mit an-, berechnen, berücksichtigen; Andoc. 4, 33; οὔτε τοὺς παρεληλυϑότας ὑπ ολογίζεσϑαι Plat. Phaedr. 231 b; κίνδυνον 9, 6; Aesch. 2, 1; οὐδὲν ὑπολογιστέον Plat. Rep. I, 341, d; οὔτε μνησικακήσετε, οὔτε ὑπολογιεῖσϑε Dem. 18, 99; οὐδένα κίνδυνον ὀκνήσας ἴδιον οὔϑ' ὑπολογισάμενος 197, u. öfter, u. Folgde; τὴν τιμὴν ἐκ τῶν ὀψωνίων, daraus schließen oder berechnen, Pol. 6, 39, 15.
См. также в других словарях:
υπολογίζω — ὑπολογίζομαι, ΝΑ [λογίζομαι] 1. κάνω υπολογισμό, λογαριάζω (α. «υπολόγισα τη βενζίνη που καίει το αυτοκίνητο κάθε εβδομάδα» β. «ὑπολογίζομαι εἰς τήν μίσθωσιν», επιγρ.) 2. λαμβάνω υπ όψιν, αποδίδω σημασία (α. «πρέπει να υπολογιστούν και οι… … Dictionary of Greek